- λιππία
- ηβοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια βερβενίδες.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. lippia < νεολατ. lippia < Augustin Lippi, επώνυμο Γάλλου φυσιογνώστη].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μυρκένιο — το χημ. ακόρεστος μονοτερπενικός υδρογονάνθρακας που απαντά σε διάφορα φυσικά αιθέρια έλαια, όπως λ.χ. τού φυτού λιππία. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. myrcene < myrcia (βλ. λ. μυρκία)] … Dictionary of Greek
λουίζα — Κοινή ονομασία του είδους Lippia citriodora της οικογένειας των βερβενιδών (δικοτυλήδονα). Πρόκειται για πολυετή φυλλοβόλο θάμνο, ύψους 1 1,50 μ., με μικρά άνθη, λευκού ή ανοιχτού μοβ χρώματος, κατά ταξιανθία φόβη. Τα φύλλα είναι ανοιχτοπράσινα,… … Dictionary of Greek